εξέδραμον

εξέδραμον
αόρ. от εκτρέχω

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "εξέδραμον" в других словарях:

  • ἐξέδραμον — ἐκτρέχω run out aor ind act 3rd pl ἐκτρέχω run out aor ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξεδρομή — ξεδρομή, ἡ (Μ) 1. βιασύνη, γρηγοράδα 2. ζήλος, σπουδή 3. διαφορετική λειτουργία, διάκριση 4. φρ. «μὲ σπουδὴν καὶ ξεδρομήν» γρήγορα γρήγορα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ἐκδρομή με αναλογικὴ επίδραση τού αορ. ἐξέδραμον τού ἐκτρέχω] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»