εξέδραμον
Смотреть что такое "εξέδραμον" в других словарях:
ἐξέδραμον — ἐκτρέχω run out aor ind act 3rd pl ἐκτρέχω run out aor ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξεδρομή — ξεδρομή, ἡ (Μ) 1. βιασύνη, γρηγοράδα 2. ζήλος, σπουδή 3. διαφορετική λειτουργία, διάκριση 4. φρ. «μὲ σπουδὴν καὶ ξεδρομήν» γρήγορα γρήγορα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ἐκδρομή με αναλογικὴ επίδραση τού αορ. ἐξέδραμον τού ἐκτρέχω] … Dictionary of Greek